φωσφατάση

φωσφατάση
η, Ν
1. (βιοχ.) ομάδα ενζύμων τής κατηγορίας τών υδρολασών, τα οποία καταλύουν ειδικώς την υδρόλυση τών φωσφορικών εστέρων
2. φρ. «δοκιμασία φωσφατάσης»
(τροφ. τεχνολ.) δοκιμασία ελέγχου τής αποτελεσματικότητας τής παστερίωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phosphatase < phosphate (< phosphorique < φωσφόρος) + κατάλ. -ase τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωσφοσερίνη — η, Ν (βιοχ.) φωσφορυλιωμένο παράγωγο τού αμινοξέος σερίνη, πρόδρομος τού αμινοξέος αυτού με υδρόλυση, που καταλύεται από το ένζυμο φωσφατάση τής φωσφοσερίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phosphoserine] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”